Τσώνη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Τσώνη < γενική ενικού του αρσενικού Τσώνης

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡so.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσώνη
ομόηχο: Τσόνη, τσόνι

Κύριο όνομα

Τσώνη θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Τσώνη αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Τσώνη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Τσώνη θηλυκό

Αναφορές

  • Τσώνη - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.