Τσόνη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Τσόνη < γενική ενικού του αρσενικού Τσόνης

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡so.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσόνη
ομόηχο: Τσώνη, τσόνι

Κύριο όνομα

Τσόνη θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Τσόνη αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.