Τρώας
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
Τρώας
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
Τρώας
αρσενικό
που είχε καταγωγή από την
Τροία
Συγγενικά
Τρωαδίτισσα
Τρώες
Μεταφράσεις
Τρώας
αγγλικά
:
Trojan
(en)
πολωνικά
:
Trojańczyk
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.