Τρικορφιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τρικορφιώτης οι Τρικορφιώτες
      γενική του Τρικορφιώτη των Τρικορφιωτών
    αιτιατική τον Τρικορφιώτη τους Τρικορφιώτες
     κλητική Τρικορφιώτη Τρικορφιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τρικορφιώτης < Τρίκορφ(ο) + -ιώτης

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾi.koɾˈfço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρικορφιώτης

Κύριο όνομα

Τρικορφιώτης αρσενικό (θηλυκό Τρικορφιώτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.