Τραλλεῖς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Τραλλεῖς - Τραλλῆς*
      γενική τῶν Τραλλέων
      δοτική τοῖς Τραλλεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς Τραλλέᾱς
     κλητική ! Τραλλεῖς - Τραλλῆς*
* αττικός τύπος.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τραλλεῖς < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Τραλλεῖς αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.