Τράλλις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Τράλλις < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Τράλλῐς
      γενική τῆς Τράλλεως
      δοτική τῇ Τράλλει
    αιτιατική τὴν Τράλλῐν
     κλητική ! Τράλλῐ
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Τράλλις θηλυκό

Κύριο όνομα 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Τράλλῐς οἱ Τράλλεις
      γενική τοῦ Τράλλεως τῶν Τράλλεων
      δοτική τῷ Τράλλει τοῖς Τράλλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Τράλλῐν τοὺς Τράλλεις
     κλητική ! Τράλλῐ Τράλλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τράλλει
γεν-δοτ τοῖν  Τραλλέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Τράλλις αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.