Τουρκολίμανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Τουρκολίμανο τα Τουρκολίμανα
      γενική του Τουρκολίμανου των Τουρκολίμανων
    αιτιατική το Τουρκολίμανο τα Τουρκολίμανα
     κλητική Τουρκολίμανο Τουρκολίμανα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τουρκολίμανο < τουρκο- + λιμάν(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /tuɾ.koˈli.ma.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τουρκολίμανο

Κύριο όνομα

Τουρκολίμανο ουδέτερο

  • λιμάνι της Αττικής, άλλη ονομασία του Μικρολίμανου
      Θα ‘ρθω στο Τουρκολίμανο μια μέρα βρε κακούργα / και θα στα κάνω θάλασσα, βρε ψεύτρα και πανούργα. (Τουρκολιμανιώτισσα, στίχοι/μουσική: Κώστας Σκαρβέλης, εκτέλεση: Ρόζα Εσκενάζυ, 1932)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.