Ταρώ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ταρώ | ||
| γενική | της | Ταρώς | ||
| αιτιατική | την | Ταρώ | ||
| κλητική | Ταρώ | |||
| Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ταρώ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ταρώ θηλυκό
- (σπάνιο, ιδιωματικό) γυναικείο όνομα
- ※ Απ’ τη Μύκονο τα πιο ωραία: Λοξή, Ταρώ, Φρασκώ. Λισαβώ όχι απ’ τη Λισαβόνα αλλά μάλλον απ’ την Ελισάβετ.
- Σχόλιο αρ. 139 (28 Μαΐου 2017 στις 09:37) του «Spiridione». Νίκος Σαρσαντάκος, «Πορτογαλικά μεζεδάκια», ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (27 Μαΐου 2017)· πρόσβαση: 2022-09-16.
- ※ Απ’ τη Μύκονο τα πιο ωραία: Λοξή, Ταρώ, Φρασκώ. Λισαβώ όχι απ’ τη Λισαβόνα αλλά μάλλον απ’ την Ελισάβετ.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Ταρώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.