Τάσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Τάσος
      γενική του Τάσου
    αιτιατική τον Τάσο
     κλητική Τάσο
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τάσος < Αναστάσιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τάσος

Κύριο όνομα

Τάσος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.