Στουρνάρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /stuɾˈna.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στουρνάρα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στουρνάρα οι Στουρνάρες
      γενική της Στουρνάρας
    αιτιατική τη Στουρνάρα τις Στουρνάρες
     κλητική Στουρνάρα Στουρνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Στουρνάρα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Στουρνάρα θηλυκό

Συνώνυμα

Ετυμολογία 2

Στουρνάρα < γενική ενικού του αρσενικού Στουρνάρας

Κύριο όνομα

Στουρνάρα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Στουρνάρα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.