Σπιριντόνοβνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Σπιριντόνοβνα < μεταγραφή για τη ρωσική Спиридоновна (Spiridónovna) < Спиридон (Σπυρίδων)

Μεταγραφή

Σπιριντόνοβνα θηλυκό, άκλιτο

  • γυναικείο πατρώνυμο: «του Σπιριντόν» (για άνδρα: Σπιριντόνοβιτς)
    Ονομάζομαι Τατιάνα Σπιριντόνοβνα Ντενίσοβα και σας τηλεφωνώ για μια παραγγελία που έχω κάνει στην εταιρεία σας.
    Καλημέρα σας Τατιάνα Σπιριντόνοβνα! Πώς είστε σήμερα; Σας πέρασε ο πυρετός που σας ταλαιπωρούσε τις προηγούμενες μέρες;

Συγγενικά

 δείτε και Σπυρίδων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.