Σπιριντόνοβιτς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

Σπιριντόνοβιτς < μεταγραφή για τη ρωσική Спиридонович (Spiridónovič) < Спиридон (Σπυρίδων)

Μεταγραφή

Σπιριντόνοβιτς αρσενικό, άκλιτο

Συγγενικά

  • Σπιριντόν (όνομα)
  • Σπιριντόνοφ (επώνυμο)
 δείτε και Σπυρίδων

Ετυμολογία 2

Σπιριντόνοβιτς < μεταγραφή για τη σερβοκροατική Spiridonović (κυριλλικοί χαρακτήρες:  Спиридоновић)

Μεταγραφή

Σπιριντόνοβιτς αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

  • Σπίριντον (όνομα)
 δείτε και Σπυρίδων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.