Σπανούλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπανούλης οι Σπανούληδες
      γενική του Σπανούλη των Σπανούληδων
    αιτιατική τον Σπανούλη τους Σπανούληδες
     κλητική Σπανούλη Σπανούληδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σπανούλης < Σπαν(ός) + -ούλης

Κύριο όνομα

Σπανούλης αρσενικό (θηλυκό Σπανούλη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.