Σπάτας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σπάτας | οι | Σπάτηδες & Σπαταίοι |
| γενική | του | Σπάτα | των | Σπάτηδων & Σπαταίων |
| αιτιατική | τον | Σπάτα | τους | Σπάτηδες & Σπαταίους |
| κλητική | Σπάτα | Σπάτηδες & Σπαταίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σπάτας < αρβανίτικη Shpata
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspa.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπά‐τας
Συγγενικά
- Σπάτα (τοπωνύμιο)
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Спатас
- λατινικοί χαρακτήρες: Spatas
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.