Σούφι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
Σούφι
<
(
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
Sufi
<
αραβική
صوفي
(
ˈsˁuːfiː
,
μάλλινος
) <
ρίζα
ص و ف (ṣ-w-f)
Κύριο όνομα
Σούφι
αρσενικό
άκλιτο
(
ισλαμισμός
)
μέλος
ασκητικής
ισλαμικής
κοινότητας
Συγγενικά
σουφικός
σουφισμός
Σούφι
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Σούφι
αγγλικά
:
Sufi
(en)
αραβικά
:
صوفي
(ar)
γαλλικά
:
soufi
(fr)
ισπανικά
:
sufí
(es)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.