Σοφοκλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σοφοκλής | οι | Σοφοκλείς & Σοφοκλήδες ** |
| γενική | του | Σοφοκλή & Σοφοκλέους * |
των | Σοφοκλέων & Σοφοκλήδων |
| αιτιατική | τον | Σοφοκλή | τους | Σοφοκλείς & Σοφοκλήδες |
| κλητική | Σοφοκλή | Σοφοκλείς & Σοφοκλήδες | ||
| * Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
| Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σοφοκλής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σοφοκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε σοφ(ός) + -ο- + -κλής (κλέος) (δοξασμένος)
-
Σοφοκλής στη Βικιπαίδεια
, αρχαίος Αθηναίος τραγικός ποιητής (497/6 – 406 π.Χ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.