Σκίαθος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
Σκίᾰθο-
ονομαστική Σκίαθος
      γενική τοῦ Σκιάθου
      δοτική τῷ Σκιάθ
    αιτιατική τὸν Σκίαθον
     κλητική ! Σκίαθε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σκίαθος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Σκιάθος με μετακίνηση τόνου

Κύριο όνομα

Σκίαθος θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.