Σκίαθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| Σκίᾰθο- | ||||
| ονομαστική | ὁ | Σκίαθος | ||
| γενική | τοῦ | Σκιάθου | ||
| δοτική | τῷ | Σκιάθῳ | ||
| αιτιατική | τὸν | Σκίαθον | ||
| κλητική ὦ! | Σκίαθε | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Σκίαθος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Σκιάθος με μετακίνηση τόνου
Κύριο όνομα
Σκίαθος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) νησί της Ελλάδας στις Σποράδες, άλλη μορφή του Σκιάθος
- ※ 1ος αιώνας πκε-κε Στράβων, Γεωγραφικά, 9, 5.16
- Πρόκεινται δὲ τῶν Μαγνήτων νῆσοι συχναὶ μέν, αἱ δ᾽ ἐν ὀνόματι Σκίαθός τε καὶ Πεπάρηθος καὶ Ἰκὸς Ἁλόννησός τε καὶ Σκῦρος, ὁμωνύμους ἔχουσαι πόλεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.