Σιμιτσής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σιμιτσής | οι | Σιμιτσήδες |
| γενική | του | Σιμιτσή | των | Σιμιτσήδων |
| αιτιατική | τον | Σιμιτσή | τους | Σιμιτσήδες |
| κλητική | Σιμιτσή | Σιμιτσήδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σιμιτσής < σιμιτσής
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.miˈt͡sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σι‐μι‐τσής
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Simitsis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.