Σιγκιλιό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σιγκιλιό τα Σιγκιλιά
      γενική του Σιγκιλιού των Σιγκιλιών
    αιτιατική το Σιγκιλιό τα Σιγκιλιά
     κλητική Σιγκιλιό Σιγκιλιά
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σιγκιλιό < αρχαία ελληνική Αἴγιλα

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.ɟiˈʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σιγκιλιό

Κύριο όνομα

Σιγκιλιό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.