Σεβιλλιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σεβιλλιανός | οι | Σεβιλλιανοί |
| γενική | του | Σεβιλλιανού | των | Σεβιλλιανών |
| αιτιατική | τον | Σεβιλλιανό | τους | Σεβιλλιανούς |
| κλητική | Σεβιλλιανέ | Σεβιλλιανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /se.vi.li.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σε‐βιλ‐λι‐α‐νός
Κύριο όνομα
Σεβιλλιανός αρσενικό (θηλυκό ?)
- (πατριδωνυμικό) άλλη μορφή του Σεβιλλιάνος
Συγγενικά
- Σεβιλλιάνα, σεβιλλιάνα
- Σεβιλλιάνος, σεβιλλιάνος
- σεβιλλιάνικος
- → και δείτε τη λέξη Σεβίλλη
Μεταφράσεις
Αναφορές
- «Σεβίλλη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.