Σαρρήδες
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈɾi.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σαρ‐ρή‐δες
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Σαρρήδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Σαρρής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.