Σαρδώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Σαρδώ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Σαρδώ θηλυκό, μόνο στον ενικό (γενική: Σαρδόος / Σαρδοῦς και Σαρδόνος / Σαρδῶνος· δοτική: Σαρδοῖ και Σαρδόνι)
- Σαρδονία
- Σαρδώνη
Συγγενικά
- Σαρδονικός
- Σαρδόνιος / Σαρδώνιος
- Σαρδός
- Σαρδῷος
Πηγές
- Σαρδώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- τόμ. Δ΄ (Αθήνα 1906), σ. 38 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.