Σαρδώ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Σαρδώ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Σαρδώ θηλυκό, μόνο στον ενικό (γενική: Σαρδόος / Σαρδοῦς και Σαρδόνος / Σαρδῶνος· δοτική: Σαρδοῖ και Σαρδόνι)

  • Σαρδονία
  • Σαρδώνη

Συγγενικά

  • Σαρδονικός
  • Σαρδόνιος / Σαρδώνιος
  • Σαρδός
  • Σαρδῷος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.