Σαμιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σαμιώτης | οι | Σαμιώτες |
| γενική | του | Σαμιώτη | των | Σαμιωτών |
| αιτιατική | τον | Σαμιώτη | τους | Σαμιώτες |
| κλητική | Σαμιώτη | Σαμιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈmɲo.tis/
Κύριο όνομα
Σαμιώτης αρσενικό (θηλυκό Σαμιώτισσα)
Συνώνυμα
- Σάμιος (λόγιο)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
- → δείτε και τη λέξη Σάμιος
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σαμιώτης | οι | Σαμιώτηδες |
| γενική | του | Σαμιώτη* | των | Σαμιώτηδων |
| αιτιατική | τον | Σαμιώτη | τους | Σαμιώτηδες |
| κλητική | Σαμιώτη | Σαμιώτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Σαμιώτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Σαμιώτης < πατριδωνυμικό Σαμιώτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Samiotis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.