Σαμαριναίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σαμαριναίος | οι | Σαμαριναίοι |
| γενική | του | Σαμαριναίου | των | Σαμαριναίων |
| αιτιατική | τον | Σαμαριναίο | τους | Σαμαριναίους |
| κλητική | Σαμαριναίε | Σαμαριναίοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Σαμαριναίος αρσενικό (θηλυκό Σαμαριναία)
- άλλη μορφή του Σαμαρινιώτης
- ※ Ο κάτοικος της κωμόπολης ονομάζεται Σαμαρινιώτης, δηλαδή, σύμφωνα με τη βόρεια ελληνική ιδιωματική προφορά, Σαμαρ’νιώτ’ς και με μετάθεση τού ρ Σαρμανιώτ’ς. (…) Ο τύπος τού πατριδωνυμικού Σαμαριναίος είναι λόγιος και μεταγενέστερος. (Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, «Σαμαρίνα», Μακεδονικά, 7 (1967) 201, 202)
Μεταφράσεις
Σαμαριναίος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.