Σίσι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Σίσι < (άμεσο δάνειο) γερμανική Sisi, υποκοριστικό του Ελισάβετ, Διονυσία, Αναστασία

Κύριο όνομα

Σίσι θηλυκό άκλιτο

μη απλοποιημένες γραφές:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.