ΡΑΕ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΡΑΕ < Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας
Συντομομορφή
ΡΑΕ θηλυκό ακρωνύμιο
- ανεξάρτητη κρατική αρχή της Ελλάδας, που έχει σκοπό την επίβλεψη και ρύθμιση της αγοράς ενέργειας
- ※ Η κυβέρνηση ενθαρρύνει τη στενότερη συνεργασία της ΡΑΕ με τις άλλες ανεξάρτητες Αρχές (όπως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Επιτροπή Ανταγωνισμού κ.λπ.) καθώς τα θέματα στα οποία εμπλέκονται από κοινού είναι ολοένα και περισσότερα. (Θοδωρής Παναγούλης, Την επόμενη εβδομάδα στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής τα νέα στελέχη της ΡΑΕ – Αναβάθμιση της Αρχής δρομολογεί η κυβέρνηση, energypress.gr, 2 Ιουλίου 2020)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.