Προσπάλτιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Προσπάλτιος Προσπαλτί τὸ Προσπάλτιον
      γενική τοῦ Προσπαλτίου τῆς Προσπαλτίᾱς τοῦ Προσπαλτίου
      δοτική τῷ Προσπαλτί τῇ Προσπαλτί τῷ Προσπαλτί
    αιτιατική τὸν Προσπάλτιον τὴν Προσπαλτίᾱν τὸ Προσπάλτιον
     κλητική ! Προσπάλτιε Προσπαλτί Προσπάλτιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Προσπάλτιοι αἱ Προσπάλτιαι τὰ Προσπάλτι
      γενική τῶν Προσπαλτίων τῶν Προσπαλτίων τῶν Προσπαλτίων
      δοτική τοῖς Προσπαλτίοις ταῖς Προσπαλτίαις τοῖς Προσπαλτίοις
    αιτιατική τοὺς Προσπαλτίους τὰς Προσπαλτίᾱς τὰ Προσπάλτι
     κλητική ! Προσπάλτιοι Προσπάλτιαι Προσπάλτι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Προσπαλτίω τὼ Προσπαλτί τὼ Προσπαλτίω
      γεν-δοτ τοῖν Προσπαλτίοιν τοῖν Προσπαλτίαιν τοῖν Προσπαλτίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Προσπάλτιος < Πρόσπαλτ(α) + -ιος

Επίθετο

Προσπάλτιος, -α, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.