Προσπάλτιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Προσπάλτιος | ἡ | Προσπαλτίᾱ | τὸ | Προσπάλτιον |
| γενική | τοῦ | Προσπαλτίου | τῆς | Προσπαλτίᾱς | τοῦ | Προσπαλτίου |
| δοτική | τῷ | Προσπαλτίῳ | τῇ | Προσπαλτίᾳ | τῷ | Προσπαλτίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Προσπάλτιον | τὴν | Προσπαλτίᾱν | τὸ | Προσπάλτιον |
| κλητική ὦ! | Προσπάλτιε | Προσπαλτίᾱ | Προσπάλτιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Προσπάλτιοι | αἱ | Προσπάλτιαι | τὰ | Προσπάλτιᾰ |
| γενική | τῶν | Προσπαλτίων | τῶν | Προσπαλτίων | τῶν | Προσπαλτίων |
| δοτική | τοῖς | Προσπαλτίοις | ταῖς | Προσπαλτίαις | τοῖς | Προσπαλτίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Προσπαλτίους | τὰς | Προσπαλτίᾱς | τὰ | Προσπάλτιᾰ |
| κλητική ὦ! | Προσπάλτιοι | Προσπάλτιαι | Προσπάλτιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Προσπαλτίω | τὼ | Προσπαλτίᾱ | τὼ | Προσπαλτίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Προσπαλτίοιν | τοῖν | Προσπαλτίαιν | τοῖν | Προσπαλτίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- Προσπάλτιος < Πρόσπαλτ(α) + -ιος
Πηγές
- Προσπάλτιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.