Πρασιαί

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Πρασιαί
      γενική τῶν Πρασιῶν
      δοτική ταῖς Πρασιαῖς
    αιτιατική τὰς Πρασιᾱ́ς
     κλητική ! Πρασιαί
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πρασιαί < πληθυντικός αριθμός του πρασιά

Κύριο όνομα

Πρασιαί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. δήμος των Αθηνών
  2. πόλη της Λακωνίας
     δείτε τη λέξη Πρασιές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.