Πουλόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πουλόπουλος οι Πουλόπουλοι
& Πουλοπουλαίοι1
      γενική του Πουλόπουλου
& Πουλοπούλου
των Πουλόπουλων2
& Πουλοπουλαίων
    αιτιατική τον Πουλόπουλο τους Πουλόπουλους3
& Πουλοπουλαίους
     κλητική Πουλόπουλε Πουλόπουλοι
& Πουλοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Πουλοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Πουλοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πουλόπουλος < + Πούλ(ος) + -όπουλος

Προφορά

ΔΦΑ : /puˈlo.pu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πουλόπουλος

Κύριο όνομα

Πουλόπουλος αρσενικό (θηλυκό Πουλοπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.