Πουλόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πουλόπουλος | οι | Πουλόπουλοι & Πουλοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Πουλόπουλου & Πουλοπούλου |
των | Πουλόπουλων2 & Πουλοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Πουλόπουλο | τους | Πουλόπουλους3 & Πουλοπουλαίους |
| κλητική | Πουλόπουλε | Πουλόπουλοι & Πουλοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Πουλοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Πουλοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /puˈlo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Που‐λό‐που‐λος
- Πουλιόπουλος
-
Γιάννης Πουλόπουλος στη Βικιπαίδεια
(1941-2020), Έλληνας τραγουδιστής
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Poulopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.