Πουλιόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πουλιόπουλος | οι | Πουλιόπουλοι & Πουλιοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Πουλιόπουλου & Πουλιοπούλου |
των | Πουλιόπουλων2 & Πουλιοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Πουλιόπουλο | τους | Πουλιόπουλους3 & Πουλιοπουλαίους |
| κλητική | Πουλιόπουλε | Πουλιόπουλοι & Πουλιοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Πουλιοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Πουλιοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πουλιόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
-
Παντελής Πουλιόπουλος στη Βικιπαίδεια
(1900-1943), Έλληνας μαρξιστής διανοούμενος και κομμουνιστής πολιτικός
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Pouliopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.