Πουλιόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πουλιόπουλος οι Πουλιόπουλοι
& Πουλιοπουλαίοι1
      γενική του Πουλιόπουλου
& Πουλιοπούλου
των Πουλιόπουλων2
& Πουλιοπουλαίων
    αιτιατική τον Πουλιόπουλο τους Πουλιόπουλους3
& Πουλιοπουλαίους
     κλητική Πουλιόπουλε Πουλιόπουλοι
& Πουλιοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Πουλιοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Πουλιοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πουλιόπουλος < + -όπουλος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Πουλιόπουλος αρσενικό (θηλυκό Πουλιοπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.