Ποπίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ποπίτσα | οι | Ποπίτσες |
| γενική | της | Ποπίτσας | — | |
| αιτιατική | την | Ποπίτσα | τις | Ποπίτσες |
| κλητική | Ποπίτσα | Ποπίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ποπίτσα < Πόπ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈpi.t͡sa/
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πόπη
Ποπίτσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.