Πετρόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πετρόπουλος οι Πετρόπουλοι
& Πετροπουλαίοι1
      γενική του Πετρόπουλου
& Πετροπούλου
των Πετρόπουλων2
& Πετροπουλαίων
    αιτιατική τον Πετρόπουλο τους Πετρόπουλους3
& Πετροπουλαίους
     κλητική Πετρόπουλε Πετρόπουλοι
& Πετροπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Πετροπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Πετροπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πετρόπουλος < + -όπουλος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Πετρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Πετροπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.