Πετικιάν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πετικιάν < αρμενική Պետիկյան (Petikyan) (πατρωνυμικό). Μορφολογικά αναλύεται σε Πετίκ (υποκοριστικό του Πετρός) + -ιάν.
Συγγενικά
- → δείτε και Πετροσιάν
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Петикиан
- λατινικοί χαρακτήρες: Petikian
Πηγές
- (σσ. 289-290) Պետիկյան - Տիգրան Ավետիսյան (Τιγκράν Αβετισιάν) (²2010), Հայոց ազգանունների բառարան [Λεξικό αρμενικών επωνύμων] (στα αρμενικά), επιμέλεια: Վ.Մ. Գրիգորյան (Β.Μ. Γκριγκοριάν) & Լ.Ռ. Ուռուտյան (Λ.Ρ. Ουρουτιάν). Γιερεβάν, ISBN 978-9939-53-724-5.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.