Πασίκυπρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Πασίκυπρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Πασίκυπρος αρσενικό
- ανδρικό όνομα· όνομα δύο βασιλέων στην αρχαία Κύπρο
- ※ πρότερον δὲ τοῦτο Πασίκυπρος ὁ βασιλεύων ἀπέδοτο δι᾽ ἀσωτίαν πεντήκοντα ταλάντων Πυγμαλίωνι τῷ Κιτιεῖ (Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί ΙV)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.