Παπανέστορος

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.paˈne.sto.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παπανέστορος

Ετυμολογία 1

Παπανέστορος (πατρωνυμικό) < παπα- + λόγια γενικού ενικού Νέστορος του ονόματος Νέστωρ (αρχαία ελληνικά) ή Νέστορας· κυριολεκτικά: το παιδί ή η σύζυγος του Παπανέστορα, του παπα-Νέστορα

Κύριο όνομα

Παπανέστορος αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

  • Παπανέστωρος (σφαλερή γραφή)

Συγγενικά

Μεταγραφές

Πηγές

  • Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Κύπρος, Πίνακες Διοριστέων Ιούνιος 2023, ανακτήθηκε 18/11/2023 .

Ετυμολογία 2

Παπανέστορος < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Παπανέστορας

Κύριο όνομα

Παπανέστορος θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

Ετυμολογία 3

Παπανέστορος : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Παπανέστορος αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.