Πέλιννα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πέλιννα | ||
| γενική | της | Πέλιννας | ||
| αιτιατική | την | Πέλιννα | ||
| κλητική | Πέλιννα | |||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πέλιννα < ελληνιστική κοινή Πέλιννα < αρχαία ελληνική Πελινναῖον[1]
-
Πέλιννα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πέλιννα
|
Αναφορές
- Πελινναῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.