Πάρις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πάρις | οι | Πάριδες |
| γενική | του | Πάριδος & Πάρι |
των | Παρίδων |
| αιτιατική | τον | Πάριιν & Πάρι |
τους | Πάριδες |
| κλητική | Πάριι | Πάριδες | ||
| Συνήθως στον ενικό. Δείτε και την αρχαία κλίση Πάρις και τη νεότερη, Πάρης. | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πάρις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πάρις < πιθανόν λουβική 𒉺𒊑𒍣𒋾𒅖 (Parizitis) > προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1]
Μεταφράσεις
Πάρις
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Πᾰριδ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Πάρις | οἱ | Πάριδες | |
| γενική | τοῦ | Πάριδος & Πάριος |
τῶν | Παρίδων | |
| δοτική | τῷ | Πάριδῐ | τοῖς | Πάρισῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | Πάριν & Πάριδᾰ |
τοὺς | Πάριδᾰς | |
| κλητική ὦ! | Πάρι | Πάριδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πάριδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Παρίδοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- Πάρις < πιθανόν (άμεσο δάνειο) λουβική 𒉺𒊑𒍣𒋾𒅖 (Parizitis) < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1]
Κύριο όνομα
Πάρις, -ιδος αρσενικό
Αναφορές
- Πάρις στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
- Πάρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.