ΠΑ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

1. Από τα αρχικά των λέξεων : Πολεμική Αεροπορία.
2. Από τα αρχικά των λέξεων : Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Συντομομορφή

1. Π.Α. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
2. Π.Α. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.