Ορθόδοξη Εκκλησία
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
Ορθόδοξη Εκκλησία θηλυκό
- (χριστιανισμός) το σύνολο των εκκλησιών σε όλον τον κόσμο που ακολουθούν το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα
- Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία
- Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (επίσημος τίτλος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.