ΟΑΕΔ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΟΑΕΔ <  : Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού

Προφορά

ΔΦΑ : /o.aˈeð/

Συντομομορφή

Ο.Α.Ε.Δ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο

  • πρώην ονομασία της ΔΥΠΑ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.