Ντενίσοφ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ντενίσοφ < μεταγραφή για τη ρωσική ή τη βουλγαρική Денисов (Denísov)

Προφορά

ΔΦΑ : /deˈni.sof/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ντενίσοφ

Μεταγραφή

Ντενίσοφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Ντενίσοβα)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.