Ντενίσοβ

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /deˈni.so.v/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ντενίσοβ

Ετυμολογία 1

Ντενίσοβ < (μεταγραμματισμός) ρωσική Денисов (Denísov) (ή από τη βουλγαρική)

Κύριο όνομα

Ντενίσοβ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Ντενίσοβα)

Μεταγραφές

ως ελληνικό επώνυμο:

Αναφορές

  1. Κατάλογος επωνύμων των Κυπρίων πολιτών, 31/12/1899 - 19/06/2016, Εθνική Διαδικτυακή Πύλη Ανοικτών Δεδομένων, Κυπριακή Δημοκρατία, CC-BY-4.0, ανακτήθηκε 6/10/2023 .


Ετυμολογία 2

Ντενίσοβ < μεταγραφή για τη ρωσική ή τη βουλγαρική Денисов (Denísov)

Μεταγραφή

Ντενίσοβ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Ντενίσοβα)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.