Ντεμιρτσιάν
Νέα ελληνικά (el)
Κύριο όνομα
Ντεμιρτσιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) αρμενικής προέλευσης, αντίστοιχο με ελληνικά επώνυμα όπως Δεμιρτζάκης, Δεμιρτζίδης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Нтемиртсиан
- λατινικοί χαρακτήρες: Ntemirtsian
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.