Νικόδημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νικόδημος | οι | Νικόδημοι |
| γενική | του | Νικόδημου & Νικοδήμου |
των | Νικόδημων & Νικοδήμων |
| αιτιατική | τον | Νικόδημο | τους | Νικόδημους & Νικοδήμους |
| κλητική | Νικόδημε | Νικόδημοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Νικόδημος < αρχαία ελληνική Νικόδημος < νίκη + -ο- + δῆμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.