Νεραντζιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νεραντζιώτισσα οι Νεραντζιώτισσες
      γενική της Νεραντζιώτισσας των Νεραντζιωτισσών
    αιτιατική τη Νεραντζιώτισσα τις Νεραντζιώτισσες
     κλητική Νεραντζιώτισσα Νεραντζιώτισσες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νεραντζιώτισσα < Νεραντζιώτισσα (προσωνύμιο της Παναγίας, απ’ την ομώνυμη εκκλησία που βρισκόταν εκεί) < νεράντζι + -ώτισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.ɾanˈd͡zʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νεραντζιώτισσα

Κύριο όνομα

Νεραντζιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.