Νήφωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νήφωνας | οι | Νήφωνες |
| γενική | του | Νήφωνα | των | Νηφώνων |
| αιτιατική | τον | Νήφωνα | τους | Νήφωνες |
| κλητική | Νήφωνα | Νήφωνες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Νήφωνας < μεσαιωνική ελληνική Νήφων < αρχαία ελληνική νήφων < νήφω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νήφω
Μεταφράσεις
Νήφωνας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.