Μυρρινίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| μυρρῐνῐδι- | ||||
| ονομαστική | ἡ/τὸ | Μυρρινίδιον | ||
| γενική | τῆς/τοῦ | Μυρρινιδίου | ||
| δοτική | τῇ/τῷ | Μυρρινιδίῳ | ||
| αιτιατική | τὴν/τὸ | Μυρρινίδιον | ||
| κλητική ὦ! | Μυρρινίδιον | |||
| Θηλυκό ή ουδέτερο. Δεν μαρτυρείται πληθυντικός. Συνήθως, στην ονομαστική, αιτιατική και κλητικού ενικού. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'Γλυκέριον' όπως «Γλυκέριον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Μυρρινίδιον θηλυκό ή ουδέτερο
- γυναικείο όνομα υποκοριστικό του Μυρρίνη
- ※ 4ος αιώνας - Αριστοφάνης, 425 πΚΕ Λυσιστράτη, στίχος 872 [μιλά ο Κινησίας στη Μυρρίνη]
ὦ γλυκύτατον Μυῤῥινίδιον τί ταῦτα δρᾷς;
κατάβηθι δεῦρο- E! γλυκούλι μου Μυρρινιδάκι, τι φτιάνεις εκειπέρα; Έλα, κατέβα προς τα δω (απόδοση: το Βικιλεξικό)
- ※ 4ος αιώνας - Αριστοφάνης, 425 πΚΕ Λυσιστράτη, στίχος 872 [μιλά ο Κινησίας στη Μυρρίνη]
Συνώνυμα
- Μύρριον (Λυσιστράτη, 906)
- Μυῤῥινίδιον → δείτε ρρ
Πηγές
- Μυρρινίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.