Μυρρινίδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
μυρρῐνῐδι-
ονομαστική /τὸ Μυρρινίδιον
      γενική τῆς/τοῦ Μυρρινιδίου
      δοτική τῇ/τῷ Μυρρινιδί
    αιτιατική τὴν/τὸ Μυρρινίδιον
     κλητική ! Μυρρινίδιον
Θηλυκό ή ουδέτερο. Δεν μαρτυρείται πληθυντικός.
Συνήθως, στην ονομαστική, αιτιατική και κλητικού ενικού.
2η κλίση, Κατηγορία 'Γλυκέριον' όπως «Γλυκέριον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μυρρινίδιον < Μυρρίν(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον < μυρρίνη < μυρσίνη

Κύριο όνομα

Μυρρινίδιον θηλυκό ή ουδέτερο

Συνώνυμα

  • Μυῤῥινίδιον  δείτε ρρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.