Μυλόρδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μυλόρδος οι Μυλόρδοι
      γενική του Μυλόρδου των Μυλόρδων
    αιτιατική τον Μυλόρδο τους Μυλόρδους
     κλητική Μυλόρδε Μυλόρδοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μυλόρδος <  δείτε τη λέξη μυλόρδος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈloɾ.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μυλόρδος

Κύριο όνομα

Μυλόρδος αρσενικό (θηλυκό Μυλόρδου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.