Μπούρα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπού‐ρα
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Μπούρα | οι | Μπούρες |
| γενική | της | Μπούρας | των | Μπουρών |
| αιτιατική | την | Μπούρα | τις | Μπούρες |
| κλητική | Μπούρα | Μπούρες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Μπούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ετυμολογία
- Μπούρα < γενική ενικού του αρσενικού Μπούρας
Μεταγραφές
Αναφορές
- Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 285
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.