Μπινιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μπινιάρης | οι | Μπινιάρηδες |
| γενική | του | Μπινιάρη | των | Μπινιάρηδων |
| αιτιατική | τον | Μπινιάρη | τους | Μπινιάρηδες |
| κλητική | Μπινιάρη | Μπινιάρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μπινιάρης < μπινιάρης
Προφορά
- ΔΦΑ : /biˈɲa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπι‐νιά‐ρης
Συγγενικά
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Биниарис, Бинярис
- λατινικοί χαρακτήρες: Biniaris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.